ρουμανιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
ρουμανιάζω ρουμάνι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ρουμανιάζω
✦ (για τόπο) μεταβάλλομαι σε δάσος, σε ρουμάνι
✦ (μτφ. ) αυξάνομαι, θεριεύω: ένα είδος αγίου, γύρω από τον οποίο ρουμανιάζουν μύθοι και απόκρυφες παραδόσεις (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–