πλαστογραφία
Προφορά
Ετυμολογία
πλαστογραφία μεταγενέστερη ελληνική πλαστογραφία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πλαστογραφία
✦ δόλια απομίμηση ξένης γραφής με πρόθεση ιδιοτελή
✦ (νομ.) η παραποίηση ή νοθεία εγγράφου ή ενσήμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–