πλαστογραφώ
Προφορά
Ετυμολογία
πλαστογραφώ μεταγενέστερη ελληνική πλαστογραφέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πλαστογραφώ -είς, -εί
✦ μιμούμαι, με δόλο, γραφή άλλου
✦ κατασκευάζω πλαστό, ψεύτικο έγγραφο, ή νοθεύω γνήσιο
✦ (μτφ. ) διαστρέφω, παραποιώ σκόπιμα: πλαστογραφούν την ιστορική αλήθεια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–