πλάση


πλάση
Προφορά

Ετυμολογία
πλάση αρχαία ελληνική πλάσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πλάση

✦ η πράξη του πλάθω, πλάσιμο
✦ το σύνολο των όντων που πλάσθηκαν από το Θεό, το σύμπαν: γέρνεις το ματοβλέφαρο, γέρνει μαζί όλ’ η πλάση (Σ. Μυριβήλης)

Συνώνυμα
δημιουργία, χτίση
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.