πλασιέ


πλασιέ
Προφορά

Ετυμολογία
πλασιέ └γαλλ┘ placier

Ερμηνεία
πλασιέ

✦ άκλ. ουσ. πρόσωπο που διαθέτει, με προμήθεια, εμπορεύματα στην αγορά: πλασιέ βιβλίων – καλλυντικών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.