πλέι μπακ
Προφορά
Ετυμολογία
πλέι μπακ └αγγλ┘playback
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το πλέι μπακ
✦ η ενέργεια της αναπαραγωγής εγγεγραμμένων ήχων ή εικόνων συχνά αμέσως μετά από την εγγραφή, για να ελεγχθεί η ποιότητα κτλ.
✦ συσκευή κατάλληλη για την αναπαραγωγή εγγεγραμμένων ήχων ή εικόνων
✦ στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, ερμηνεία κατά την οποία ηθοποιός ή τραγουδιστής μιμείται μιαν προϋπάρχουσα ηχητική εγγραφή που μεταδίδεται κατά τη στιγμή της ερμηνείας από κατάλληλες για το σκοπό αυτό συσκευές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–