πλέκτης


πλέκτης
Προφορά

Ετυμολογία
πλέκτης μεσαιωνική ελληνική πλέκτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πλέκτης

✦ θηλ. πλέκτρια βλ. πλέχτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.