πλέι μέικερ


πλέι μέικερ
Προφορά

Ετυμολογία
πλέι μέικερ └αγγλ┘playmaker

Ερμηνεία
πλέι μέικερ

✦ άκλ. ουσ. στο μπάσκετ, ο παίκτης που οδηγεί, κατευθύνει την επίθεση της ομάδας του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.