πετρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
πετρώνω αρχαία ελληνική πετρόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πετρώνω
✦ μεταβάλλω ή μεταβάλλομαι σε πέτρα, απολιθώνω ή απολιθώνομαι
✦ πήζω
✦ (μτφ. ) σκληραίνω
✦ (κ. για πρόσ.) μένω κατάπληκτος, εμβρόντητος
Συνώνυμα
μαρμαρώνω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–