πέτρωμα
Προφορά
Ετυμολογία
πέτρωμα αρχαία ελληνική πέτρωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πέτρωμα
✦ η μεταβολή σε πέτρα, απολίθωση
✦ το πήξιμο, η μεταβολή υγρού σε στερεό
✦ γεν. ονομ. των υλικών από τα οποία αποτελείται ο στερεός φλοιός της γης, η λιθόσφαιρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–