πηγάζω
Προφορά
Ετυμολογία
πηγάζω μεταγενέστερη ελληνική πηγάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πηγάζω
✦ αναβλύζω, έχω την πηγή μου: ο θεσσαλικός Πηνειός πηγάζει από την Πίνδο
✦ (μτφ. ) προέρχομαι, έχω την αρχή μου: από πού πηγάζει η τόση αισιοδοξία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–