περιεχτικός


περιεχτικός
Προφορά

Ετυμολογία
περιεχτικός μεταγενέστερη ελληνική περιεκτικός

Ερμηνεία
περιεχτικός

✦ κ. περιεχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ περιεκτικός, -ή, -όν) που περιλαμβάνει ή μπορεί να περιλάβει πολλά
✦ (μτφ. για λόγο) ο πλούσιος σε περιεχόμενο, που περιέχει πολλά νοήματα σε λίγες λέξεις
✦ (γραμμ.) περιεκτικά ονόματα, όσα σημαίνουν τόπο όπου υπάρχει σε μεγάλο πλήθος το δηλούμενο από το θέμα (π.χ. στρατώνας, στρατιά, αμπελώνας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
περιεκτικά κ.περιεχτικά (Κ περιεκτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.