περίκαμψη


περίκαμψη
Προφορά

Ετυμολογία
περίκαμψη μεταγενέστερη ελληνική περίκαμψις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η περίκαμψη

✦ λύγισμα, καμπύλωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.