περιεχόμενο


περιεχόμενο
Προφορά

Ετυμολογία
περιεχόμενο αρχαία ελληνική περιεχόμενον, └ουδ┘ μτχ. ενεστ. του ρήματος περιέχομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το περιεχόμενο

✦ ό,τι περιέχεται, ενυπάρχει κάπου
✦ το σύνολο των όσων περιλαμβάνει πνευματικό έργο (συγγραφή, μελέτη κτλ.)
✦ η βαθύτερη ουσία: όλη αυτή η ιστορία δεν έχει περιεχόμενο
✦ φρ. κενός περιεχομένου ή χωρίς περιεχόμενο, (για πρόσ.) χωρίς συγκροτημένο εσωτερικό κόσμο, κούφιος, άδειος
✦ πληθ. τα περιεχόμενα, πίνακας με τα κεφάλαια, τα μέρη ενός βιβλίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.