παιχνίδι
Προφορά
Ετυμολογία
παιχνίδι παιγνίδι, με επίδρ. του παίχτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παιχνίδι
✦ κάθε αντικείμενο ή μέσο που χρησιμεύει για ευχαρίστηση ή ψυχαγωγία, ιδ. των παιδιών
✦ (ειδ.) αθλητική παιδιά
✦ χαρτοπαιξία
✦ (μτφ. ) ό,τι θεωρείται εύκολο: για σένα, η δουλειά αυτή ήταν παιχνίδι
✦ επινόημα για εξαπάτηση ή διακωμώδηση: του σκάρωσαν άσχημο παιχνίδι
✦ (μτφ. ) έρμαιο: παιχνίδι των κυμάτων και των ανέμων – της μοίρας
✦ (στον πληθ.) παιχνίδια, τα λαϊκά μουσικά όργανα: με τετρακόσους άρχοντες, μ’ εννιά ζυγιές παιχνίδια (δημ. τραγ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–