παλαιοβιβλιοπώλης


παλαιοβιβλιοπώλης
Προφορά

Ετυμολογία
παλαιοβιβλιοπώλης παλαιός + βιβλιοπώλης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παλαιοβιβλιοπώλης

✦ θηλ. παλαιοβιβλιοπώλισσα (Κ -πώλις, -ιδος) βιβλιοπώλης εμπορευόμενος παλιά και ιδ. μεταχειρισμένα βιβλία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.