παις


παις
Προφορά

Ετυμολογία
παις αρχαία ελληνική παῖς

Ερμηνεία
παις

✦ παιδός (ο, η) ουσ. ανήλικος άνθρωπος, παιδί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.