μύθος
Προφορά
Ετυμολογία
μύθος αρχαία ελληνική μῦθος (=λόγος)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μύθος
✦ φανταστική, ψευδής διήγηση, παραμύθι
✦ μυθική παράδοση για θεούς ή ήρωες: ο μύθος της αργοναυτικής εκστρατείας
✦ αλληγορική διήγηση για ζώα ή φυτά, με ηθικό συμπέρασμα: αισώπειοι μύθοι
✦ υπόθεση λογοτεχνικού έργου: ο συγγραφέας παρουσιάζει αδυναμίες στην ανάπτυξη του μύθου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–