μυκώμαι
Προφορά
Ετυμολογία
μυκώμαι αρχαία ελληνική μυκῶμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μυκώμαι -άσαι, -άται
✦ μουγκρίζω
✦ (για άψυχα) ηχώ υπόκωφα και παρατεταμένα, βοώ, βουίζω: ο άνεμος εξηκολούθει να μυκάται επί πολύν χρόνον (Αλ. Παπαδιαμάντης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–