μπατζάκι
Προφορά
Ετυμολογία
μπατζάκι └τουρκ┘bacak
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μπατζάκι
✦ το ένα σκέλος πανταλονιού
✦ φρ. φωτιά στα μπατζάκια μας, για καταστάσεις που απαιτούν να γίνουν εργασίες σε εξαιρετικά σύντομο χρόνο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–