μπατζανάκαινα
Προφορά
Ετυμολογία
μπατζανάκαινα └τουρκ┘bacanak
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μπατζανάκαινα
✦ θηλ. μπατζανάκισσα κ. μπατζανάκαινα σύζυγος αδερφού ή αδερφής του ή της συζύγου, σύγγαμβρος ή συνυφάδα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–