μπαρούτη


μπαρούτη
Προφορά

Ετυμολογία
μπαρούτη └τουρκ┘barut

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μπαρούτη

✦ η πυρίτιδα: δωσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες (δημ. τραγ.)
✦ φρ. έγινε μπαρούτι, θύμωσε πολύ, «άναψε» – βρομάει μπαρούτι, διαγράφεται κάποιος κίνδυνος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.