μασκότ


μασκότ
Προφορά

Ετυμολογία
μασκότ └γαλλ┘ mascotte, υποκοριστικό του προβηγκ. masco (= μάγισσα)

Ερμηνεία
μασκότ

✦ άκλ. ουσ. πρόσωπο, ζώο ή αντικείμενο που θεωρείται ότι φέρνει τύχη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.