μαρτυριάρης


μαρτυριάρης
Προφορά

Ετυμολογία
μαρτυριάρης μαρτυρία

Ερμηνεία
μαρτυριάρης

✦ -α κ. -ισσα, -ικο επίθ. (ιδ. για παιδί) που μαρτυράει τις αταξίες των συντρόφων του, καταδότης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.