μαζωχτός


μαζωχτός
Προφορά

Ετυμολογία
μαζωχτός μαζώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ μαζωχτός -ή, -ό

✦ μαζεμένος, συναθροισμένος: γυναίκες κι άντρες, άλλοι χώρια κι άλλοι μαζωχτοί (Κ. Παλαμάς)
✦ συνεσταλμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.