μαδώ
Προφορά
Ετυμολογία
μαδώ αρχαία ελληνική μαδῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μαδώ -άς, -ά
✦ αφαιρώ τρίχες, φτερά, φύλλα: Ε, γιατί κάθεστε λοιπόν και δε μαδάτε από τις ρίζες τα μαλλιά; (Άγγ. Σικελιανός) – μαδημένο δέντρο – κεφάλι – κοτόπουλο
✦ (μτφ. ) απογυμνώνω κάποιον από τα χρήματά του: τον μάδησε η μικρή με τα τερτίπια της
✦ (αμτβ.) αποβάλλω τρίχες, φτερά, φύλλα· (κ. για τρίχες, φτερά, φύλλα) πέφτω: να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει, σταφύλι ξερωγιάζεται, τριαντάφυλλο μαδιέται (δημ. τραγ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–