μαζορέτα
Προφορά
Ετυμολογία
μαζορέτα └γαλλ┘ majorette, συγκοπτόμ. τ. του └αγγλ┘όρου drum majorette
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μαζορέτα
✦ νεαρό κορίτσι που προπορεύεται από την μπάντα στις παρελάσεις, και στριφογυρίζει στα χέρια της μαγκέτα, ράβδο κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–