μαζί
Προφορά
Ετυμολογία
μαζί μεσαιωνική ελληνική μαζί
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ μαζί
✦ ομού, αντάμα, από κοινού: θα πάμε μαζί με τους γονείς μας
✦ ταυτοχρόνως, συγχρόνως: θα έλθουμε όλοι μαζί
✦ συνοδεία με…, συντροφιά με…: έλα μαζί μου – μαζί με τα παιδιά – μαζί με το τσάι φέρε και τη ζάχαρη
✦ φρ. είμαι μαζί με κάποιον ή + γεν. της προσ. αντωνυμίας (σου, του), υποστηρίζω κάποιον, είμαι οπαδός του: όποιος είναι μαζί μου, τώρα θα το δείξει (Π. Πρεβελάκης)
✦ μαζί μιλάμε, χώρια καταλαβαίνουμε, για όσους δεν καταφέρνουν να συνεννοηθούν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
χώρια
Επιρρήματα
–