λύτης


λύτης
Προφορά

Ετυμολογία
λύτης μεταγενέστερη ελληνική λύτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λύτης

✦ θηλ. λύτρια που λύνει προβλήματα, αινίγματα κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.