λυτός
Προφορά
Ετυμολογία
λυτός αρχαία ελληνική λυτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ λυτός -ή, -ό
✦ λυμένος, ελεύθερος από δεσμά
✦ φρ. έβαλε λυτούς και δεμένους, χρησιμοποίησε όλα τα μέσα, όλους τους παράγοντες για να επιτύχει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
δετός
Επιρρήματα
–