λυόμενο


λυόμενο
Προφορά

Ετυμολογία
λυόμενο └ουδ┘ μτχ. ενεστ. του ρήματος λύομαι

Ερμηνεία
λυόμενο

✦ μτχ. ως ουσ. (οικοδ.) κτίσμα αποτελούμενο από προκατασκευασμένα δομικά στοιχεία που συναρμολογούνται πάνω σε σταθερή βάση από μπετόν, συνήθ. σε οικόπεδο στο οποίο, λόγω της μικρής του έκτασης, δεν επιτρέπεται η οικοδόμηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.