λυσσιακό


λυσσιακό
Προφορά

Ετυμολογία
λυσσιακό └ουδ┘ του επιθέτου λυσσιακός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λυσσιακό

✦ λύσσα· εύχρ. στη φρ. τρώω τα λυσσιακά μου για κάτι, επιθυμώ μέχρι μανίας κάτι και καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να το επιτύχω, αποκτήσω κτλ.: έφαγε τα λυσσιακά του να χωθεί στην παρέα και να γνωριστεί με το Λευτέρη (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.