λυπητερός


λυπητερός
Προφορά

Ετυμολογία
λυπητερός επίθετο λυπητός + κατάλ. -ερός

Ερμηνεία
επίθετο┘ λυπητερός -ή, -ό

✦ που προξενεί λύπη, λυπηρός
✦ που εκφράζει λύπη, παραπονιάρικος, θρηνητικός: λυπητερό τραγούδι
✦ θηλ. λυπητερή ως ουσ., λογαριασμός που παρουσιάζεται διογκωμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα
χαρωπός
Επιρρήματα
λυπητερά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.