καϊμάκι
Προφορά
Ετυμολογία
καϊμάκι └τουρκ┘kaymak
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καϊμάκι
✦ ανθόγαλα, αφρόγαλα
✦ πυκνό στρώμα αφρού, που σχηματίζεται στον καφέ, όταν βράζει
✦ (μτφ. ) το καλύτερο μέρος ενός πράγματος, ο αφρός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–