καινούργιος


καινούργιος
Προφορά

Ετυμολογία
καινούργιος μεταγενέστερη ελληνική καινούργιος

Ερμηνεία
καινούργιος

✦ κ. καινούργιος, -ια, -ιο επίθ. (Κ καινουργής, -ής, -ές) που κατασκευάστηκε πρόσφατα: καινούριο έπιπλο
✦ αμεταχείριστος ή πρωτοφόρετος: καινούρια παπούτσια
✦ που διατυπώθηκε, εξαγγέλθηκε πρόσφατα: καινούριες θεωρίες

Συνώνυμα

Αντίθετα
παλιός, μεταχειρισμένος ,πεπαλαιωμένος, απαρχαιωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.