κατακύρωση


κατακύρωση
Προφορά

Ετυμολογία
κατακύρωση κατακυρώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κατακύρωση

✦ επιδίκαση του αντικειμένου της δημοπρασίας
✦ (ειδ.) η επίσημη αναγνώριση της κατοχής δικαιώματος ή πράγματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.