καταλληλότητα
Προφορά
Ετυμολογία
καταλληλότητα μεταγενέστερη ελληνική καταλληλότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καταλληλότητα
✦ η ιδιότητα του κατάλληλου, του χρήσιμου, του πρόσφορου για την επίτευξη ορισμένου σκοπού, για την πραγματοποίηση ορισμένου έργου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–