κατακυρώνω


κατακυρώνω
Προφορά

Ετυμολογία
κατακυρώνω αρχαία ελληνική κατακυρόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα κατακυρώνω

✦ αναγνωρίζω σε κάποιον την κατοχή πράγματος
✦ (σε δημοπρασία) μεταβιβάζω την κυριότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.