κάγκελο
Προφορά
Ετυμολογία
κάγκελο μεταγενέστερη ελληνική κάγκελλον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κάγκελο
✦ σιδερένιο περίφραγμα, κιγκλίδωμα: μερόνυχτα να περπατώ έξω από τα κάγκελα πλουσίου περιβολιού (Τ. Παπατσώνης) – πόση άνοιξη μέσ’ απ’ τα κάγκελα της φυλακής μπορείς να τραγουδήσεις (Κ. Μόντης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–