καζάνι
Προφορά
Ετυμολογία
καζάνι └τουρκ┘kazan
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καζάνι
✦ μεγάλη μετάλλινη χύτρα, λέβητας
✦ ατμολέβητας βαποριού ή ατμομηχανής
✦ φρ. βράζει το καζάνι, υπάρχει αναταραχή και επίκεινται σοβαρά γεγονότα – όλοι στο ίδιο (ή σε ένα) καζάνι βράζουμε, όλοι έχουμε την ίδια μοίρα
Συνώνυμα
λεβέτι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–