καγκελάριος
Προφορά
Ετυμολογία
καγκελάριος μεταγενέστερη ελληνική καγκελλάριος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καγκελάριος
✦ τίτλος του πρωθυπουργού ή του υπουργού εξωτερικών σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες: ο καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας – της Αυστρίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–