ιμάτιο
Προφορά
Ετυμολογία
ιμάτιο αρχαία ελληνική ἱμάτιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού ἷμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ιμάτιο
✦ ένδυμα, ρούχο
✦ φρ. διαρρηγνύει τα ιμάτιά του, διαμαρτύρεται ζωηρά τονίζοντας ότι είναι αθώος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–