ιλαρότητα


ιλαρότητα
Προφορά

Ετυμολογία
ιλαρότητα μεταγενέστερη ελληνική ἱλαρότης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ιλαρότητα

✦ ευθυμία, φαιδρότητα: η αρχόντισσα γελούσε, γελούσε. Ένα σιντριβάνι ιλαρότητας αναπάντεχης είχε αναβλύσει από την καρδιά της (Άγγ. Τερζάκης).

Συνώνυμα

Αντίθετα
κατήφεια
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.