επιδεικτικός


επιδεικτικός
Προφορά

Ετυμολογία
επιδεικτικός αρχαία ελληνική ἐπιδεικτικός

Ερμηνεία
επιδεικτικός

✦ -ή, -ό κ. επιδειχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτικός, -ή, -όν) που γίνεται για επίδειξη: επιδεικτικό ντύσιμο – φέρσιμο
✦ που επιδεικνύεται, φαντασμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
επιδεικτικά κ.επιδειχτικά (Κ επιδεικτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.