επιγένεση
Προφορά
Ετυμολογία
επιγένεση επί + γένεση
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επιγένεση
✦ (βιολ.) θεωρία κατά την οποία η διάπλαση ενός νέου οργανισμού από το γονιμοποιημένο ωάριο γίνεται με νέους διαδοχικούς σχηματισμούς, χωρίς να υπάρχει στα γεννητικά κύτταρα η πρωταρχική πολυμορφία των δομών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–