εξιλεώνω
Προφορά
Ετυμολογία
εξιλεώνω αρχαία ελληνική ἐξιλεόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξιλεώνω
✦ εξευμενίζω, καταπραΰνω
✦ (παθ.) εξιλεώνομαι, συγχωρούμαι έπειτα από προσπάθεια ψυχικού καθαρμού, επιτυγχάνω τη συγγνώμη κάποιου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–