εξηγώ
Προφορά
Ετυμολογία
εξηγώ αρχαία ελληνική ἐξηγέομαι -οῦμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξηγώ -είς, -εί
✦ ερμηνεύω, διασαφηνίζω: θα σου το εξηγήσω, αφού δε θέλεις να καταλάβεις
✦ καθορίζω την αιτία: δυσκολεύομαι να εξηγήσω τη στάση του
✦ μεταφράζω
✦ (μέσ.) εξηγιέμαι ή εξηγούμαι, δίνω εξηγήσεις, διευκρινίζω τις θέσεις μου, απολογούμαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–