εξιλέωση
Προφορά
Ετυμολογία
εξιλέωση μεταγενέστερη ελληνική ἐξιλέωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εξιλέωση
✦ εξευμενισμός
✦ καταπράυνση
✦ ο καθαρμός της ψυχής με αυτοτιμωρία: έσερναν τα γυμνά τους πόδια για να τα πληγιάζουν στα καλντερίμια και στις πέτρες, εξιλέωση για τις αμαρτίες τους (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–