εξοδούχος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply εξοδούχοςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/εξοδούχος.mp3Ετυμολογίαεξοδούχος έξοδος + έχω• πρβλ. αδειούχος Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο εξοδούχος ✦ συνήθ. για στρατιώτη που έχει άδεια εξόδου για αναψυχή Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–