ελαττωματικός
Προφορά
Ετυμολογία
ελαττωματικός ελάττωμα
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ελαττωματικός -ή, -ό
✦ που παρουσιάζει ατέλειες ή μειονεκτήματα: ελαττωματική διάπλαση – λειτουργία
Συνώνυμα
μειονεκτικός
Αντίθετα
ελαττωματικά (Κ ελαττωματικώς)
Επιρρήματα
–